ἐκφέροντας

ἐκφέροντας
ἐκφέρω
carry out of
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • выпоуститисѧ — ВЫПОУ|СТИТИСѦ (1*), ЩОУСѦ, СТИТЬСѦ гл. Вырваться. Образн.: таино слово, иже изъ ѹстъ выпѹститсѩ комѹ понесъши таинѹ. (τοὺς... ἐκφέροντας) Пч к. XIV, 65 об …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • σίζω — ΝΑ εκβάλλω συριστικό ήχο, κάνω σσσ..., σαν τον ήχο που παράγεται όταν θερμό μέταλλο και, γενικά, πυρωμένο σώμα βυθίζεται σε κρύο νερό ή επίσης σαν τον ήχο που παράγεται κατά το σβήσιμο τής φωτιάς νεοελλ. 1. επιβάλλω σιωπή εκφέροντας συνεχώς τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”